πλινθοδομημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλινθοδομημένος η πλινθοδομημένη το πλινθοδομημένο
      γενική του πλινθοδομημένου της πλινθοδομημένης του πλινθοδομημένου
    αιτιατική τον πλινθοδομημένο την πλινθοδομημένη το πλινθοδομημένο
     κλητική πλινθοδομημένε πλινθοδομημένη πλινθοδομημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλινθοδομημένοι οι πλινθοδομημένες τα πλινθοδομημένα
      γενική των πλινθοδομημένων των πλινθοδομημένων των πλινθοδομημένων
    αιτιατική τους πλινθοδομημένους τις πλινθοδομημένες τα πλινθοδομημένα
     κλητική πλινθοδομημένοι πλινθοδομημένες πλινθοδομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλινθοδομημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πλινθοδομώ

Μετοχή

πλινθοδομημένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.