πλινθοδομώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /plin.θo.ðoˈmo/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πλινθοδομή, πλίνθος και δομή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλινθοδομώ | πλινθοδομούσα | θα πλινθοδομώ | να πλινθοδομώ | πλινθοδομώντας | |
| β' ενικ. | πλινθοδομείς | πλινθοδομούσες | θα πλινθοδομείς | να πλινθοδομείς | (πλινθοδόμει) | |
| γ' ενικ. | πλινθοδομεί | πλινθοδομούσε | θα πλινθοδομεί | να πλινθοδομεί | ||
| α' πληθ. | πλινθοδομούμε | πλινθοδομούσαμε | θα πλινθοδομούμε | να πλινθοδομούμε | ||
| β' πληθ. | πλινθοδομείτε | πλινθοδομούσατε | θα πλινθοδομείτε | να πλινθοδομείτε | πλινθοδομείτε | |
| γ' πληθ. | πλινθοδομούν(ε) | πλινθοδομούσαν(ε) | θα πλινθοδομούν(ε) | να πλινθοδομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλινθοδόμησα | θα πλινθοδομήσω | να πλινθοδομήσω | πλινθοδομήσει | ||
| β' ενικ. | πλινθοδόμησες | θα πλινθοδομήσεις | να πλινθοδομήσεις | πλινθοδόμησε | ||
| γ' ενικ. | πλινθοδόμησε | θα πλινθοδομήσει | να πλινθοδομήσει | |||
| α' πληθ. | πλινθοδομήσαμε | θα πλινθοδομήσουμε | να πλινθοδομήσουμε | |||
| β' πληθ. | πλινθοδομήσατε | θα πλινθοδομήσετε | να πλινθοδομήσετε | πλινθοδομήστε | ||
| γ' πληθ. | πλινθοδόμησαν πλινθοδομήσαν(ε) |
θα πλινθοδομήσουν(ε) | να πλινθοδομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλινθοδομήσει | είχα πλινθοδομήσει | θα έχω πλινθοδομήσει | να έχω πλινθοδομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλινθοδομήσει | είχες πλινθοδομήσει | θα έχεις πλινθοδομήσει | να έχεις πλινθοδομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πλινθοδομήσει | είχε πλινθοδομήσει | θα έχει πλινθοδομήσει | να έχει πλινθοδομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλινθοδομήσει | είχαμε πλινθοδομήσει | θα έχουμε πλινθοδομήσει | να έχουμε πλινθοδομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλινθοδομήσει | είχατε πλινθοδομήσει | θα έχετε πλινθοδομήσει | να έχετε πλινθοδομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλινθοδομήσει | είχαν πλινθοδομήσει | θα έχουν πλινθοδομήσει | να έχουν πλινθοδομήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.