πλημμυρόπληκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλημμυρόπληκτος η πλημμυρόπληκτη το πλημμυρόπληκτο
      γενική του πλημμυρόπληκτου της πλημμυρόπληκτης του πλημμυρόπληκτου
    αιτιατική τον πλημμυρόπληκτο την πλημμυρόπληκτη το πλημμυρόπληκτο
     κλητική πλημμυρόπληκτε πλημμυρόπληκτη πλημμυρόπληκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλημμυρόπληκτοι οι πλημμυρόπληκτες τα πλημμυρόπληκτα
      γενική των πλημμυρόπληκτων των πλημμυρόπληκτων των πλημμυρόπληκτων
    αιτιατική τους πλημμυρόπληκτους τις πλημμυρόπληκτες τα πλημμυρόπληκτα
     κλητική πλημμυρόπληκτοι πλημμυρόπληκτες πλημμυρόπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλημμυρόπληκτος < πλημμύρα + -ο- + -πληκτος

Προφορά

ΔΦΑ : /pli.mi.ˈro.pli.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλημμυρόπληκτος

Επίθετο

πλημμυρόπληκτος, -ής, -ές

Ουσιαστικό

πλημμυρόπληκτος αρσενικό (θηλυκό πλημμυρόπληκτη)

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.