πλημμυρόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλημμυρόπληκτος | η | πλημμυρόπληκτη | το | πλημμυρόπληκτο |
| γενική | του | πλημμυρόπληκτου | της | πλημμυρόπληκτης | του | πλημμυρόπληκτου |
| αιτιατική | τον | πλημμυρόπληκτο | την | πλημμυρόπληκτη | το | πλημμυρόπληκτο |
| κλητική | πλημμυρόπληκτε | πλημμυρόπληκτη | πλημμυρόπληκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλημμυρόπληκτοι | οι | πλημμυρόπληκτες | τα | πλημμυρόπληκτα |
| γενική | των | πλημμυρόπληκτων | των | πλημμυρόπληκτων | των | πλημμυρόπληκτων |
| αιτιατική | τους | πλημμυρόπληκτους | τις | πλημμυρόπληκτες | τα | πλημμυρόπληκτα |
| κλητική | πλημμυρόπληκτοι | πλημμυρόπληκτες | πλημμυρόπληκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pli.mi.ˈro.pli.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλημ‐μυ‐ρό‐πλη‐κτος
Πηγές
- πλημμυρόπληκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις
πλημμυρόπληκτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.