πλασμωδιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλασμωδιακός η πλασμωδιακή το πλασμωδιακό
      γενική του πλασμωδιακού της πλασμωδιακής του πλασμωδιακού
    αιτιατική τον πλασμωδιακό την πλασμωδιακή το πλασμωδιακό
     κλητική πλασμωδιακέ πλασμωδιακή πλασμωδιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλασμωδιακοί οι πλασμωδιακές τα πλασμωδιακά
      γενική των πλασμωδιακών των πλασμωδιακών των πλασμωδιακών
    αιτιατική τους πλασμωδιακούς τις πλασμωδιακές τα πλασμωδιακά
     κλητική πλασμωδιακοί πλασμωδιακές πλασμωδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλασμωδιακός < πλασμώδιο + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική plasmodial)

Επίθετο

πλασμωδιακός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.