πλανόβιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλανόβιος | η | πλανόβια | το | πλανόβιο |
| γενική | του | πλανόβιου | της | πλανόβιας | του | πλανόβιου |
| αιτιατική | τον | πλανόβιο | την | πλανόβια | το | πλανόβιο |
| κλητική | πλανόβιε | πλανόβια | πλανόβιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλανόβιοι | οι | πλανόβιες | τα | πλανόβια |
| γενική | των | πλανόβιων | των | πλανόβιων | των | πλανόβιων |
| αιτιατική | τους | πλανόβιους | τις | πλανόβιες | τα | πλανόβια |
| κλητική | πλανόβιοι | πλανόβιες | πλανόβια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλανόβιος < πλάνος ( < αρχαία ελληνική πλανῶ ) + -ό- + -βιος
Συνώνυμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: πλανόβιος
Μεταφράσεις
πλανόβιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.