πλακουτσωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλακουτσωτός | η | πλακουτσωτή | το | πλακουτσωτό |
| γενική | του | πλακουτσωτού | της | πλακουτσωτής | του | πλακουτσωτού |
| αιτιατική | τον | πλακουτσωτό | την | πλακουτσωτή | το | πλακουτσωτό |
| κλητική | πλακουτσωτέ | πλακουτσωτή | πλακουτσωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλακουτσωτοί | οι | πλακουτσωτές | τα | πλακουτσωτά |
| γενική | των | πλακουτσωτών | των | πλακουτσωτών | των | πλακουτσωτών |
| αιτιατική | τους | πλακουτσωτούς | τις | πλακουτσωτές | τα | πλακουτσωτά |
| κλητική | πλακουτσωτοί | πλακουτσωτές | πλακουτσωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλακουτσωτός < πλατσουκωτός < πλατσουκώνω / πλακουτσώνω < πλατύς. Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης στο Ετυμολογικό Λεξικό του προτείνει: < πλακουτσός < πλάκα + κουτσός.
Μεταφράσεις
πλακουτσωτός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.