πλακουτσώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλακουτσώνω < πλατσουκώνω < πλατύς
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλακουτσώνω | πλακούτσωνα | θα πλακουτσώνω | να πλακουτσώνω | πλακουτσώνοντας | |
| β' ενικ. | πλακουτσώνεις | πλακούτσωνες | θα πλακουτσώνεις | να πλακουτσώνεις | πλακούτσωνε | |
| γ' ενικ. | πλακουτσώνει | πλακούτσωνε | θα πλακουτσώνει | να πλακουτσώνει | ||
| α' πληθ. | πλακουτσώνουμε | πλακουτσώναμε | θα πλακουτσώνουμε | να πλακουτσώνουμε | ||
| β' πληθ. | πλακουτσώνετε | πλακουτσώνατε | θα πλακουτσώνετε | να πλακουτσώνετε | πλακουτσώνετε | |
| γ' πληθ. | πλακουτσώνουν(ε) | πλακούτσωναν πλακουτσώναν(ε) |
θα πλακουτσώνουν(ε) | να πλακουτσώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλακούτσωσα | θα πλακουτσώσω | να πλακουτσώσω | πλακουτσώσει | ||
| β' ενικ. | πλακούτσωσες | θα πλακουτσώσεις | να πλακουτσώσεις | πλακούτσωσε | ||
| γ' ενικ. | πλακούτσωσε | θα πλακουτσώσει | να πλακουτσώσει | |||
| α' πληθ. | πλακουτσώσαμε | θα πλακουτσώσουμε | να πλακουτσώσουμε | |||
| β' πληθ. | πλακουτσώσατε | θα πλακουτσώσετε | να πλακουτσώσετε | πλακουτσώστε | ||
| γ' πληθ. | πλακούτσωσαν πλακουτσώσαν(ε) |
θα πλακουτσώσουν(ε) | να πλακουτσώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλακουτσώσει | είχα πλακουτσώσει | θα έχω πλακουτσώσει | να έχω πλακουτσώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλακουτσώσει | είχες πλακουτσώσει | θα έχεις πλακουτσώσει | να έχεις πλακουτσώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πλακουτσώσει | είχε πλακουτσώσει | θα έχει πλακουτσώσει | να έχει πλακουτσώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλακουτσώσει | είχαμε πλακουτσώσει | θα έχουμε πλακουτσώσει | να έχουμε πλακουτσώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλακουτσώσει | είχατε πλακουτσώσει | θα έχετε πλακουτσώσει | να έχετε πλακουτσώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλακουτσώσει | είχαν πλακουτσώσει | θα έχουν πλακουτσώσει | να έχουν πλακουτσώσει |
| |
Μεταφράσεις
πλακουτσώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.