κατάπλασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατάπλασμα τα καταπλάσματα
      γενική του καταπλάσματος των καταπλασμάτων
    αιτιατική το κατάπλασμα τα καταπλάσματα
     κλητική κατάπλασμα καταπλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάπλασμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κατάπλασμα ουδέτερο

  • (ιατρική) τοπικό επίθεμα στην επιφάνεια του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς. Είναι πολτώδης μάζα από φυτικές ουσίες και νερό.
  • (μειωτικό) για φαγητό που έγινε πολύ πηχτό ή πολτώδες (νιανιά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.