κατάπλασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατάπλασμα | τα | καταπλάσματα |
| γενική | του | καταπλάσματος | των | καταπλασμάτων |
| αιτιατική | το | κατάπλασμα | τα | καταπλάσματα |
| κλητική | κατάπλασμα | καταπλάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάπλασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κατάπλασμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.