εκτόπλασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκτόπλασμα | τα | εκτοπλάσματα |
| γενική | του | εκτοπλάσματος | των | εκτοπλασμάτων |
| αιτιατική | το | εκτόπλασμα | τα | εκτοπλάσματα |
| κλητική | εκτόπλασμα | εκτοπλάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκτόπλασμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ectoplasme < αρχαία ελληνική ἐκτός + πλάσμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.