πισωγύρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πισωγύρισμα | τα | πισωγυρίσματα |
| γενική | του | πισωγυρίσματος | των | πισωγυρισμάτων |
| αιτιατική | το | πισωγύρισμα | τα | πισωγυρίσματα |
| κλητική | πισωγύρισμα | πισωγυρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.soˈʝi.ɾi.zma/
Ουσιαστικό
πισωγύρισμα ουδέτερο
- η επιστροφή σε προηγούμενο, κατώτερο επίπεδο, στα παλιά και τα ξεπερασμένα
- η αλλαγή κατεύθυνσης προς τα πίσω
Συνώνυμα
Αναφορές
- πισωγύρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.