πιστοδοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πιστοδοτικός | η | πιστοδοτική | το | πιστοδοτικό |
| γενική | του | πιστοδοτικού | της | πιστοδοτικής | του | πιστοδοτικού |
| αιτιατική | τον | πιστοδοτικό | την | πιστοδοτική | το | πιστοδοτικό |
| κλητική | πιστοδοτικέ | πιστοδοτική | πιστοδοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πιστοδοτικοί | οι | πιστοδοτικές | τα | πιστοδοτικά |
| γενική | των | πιστοδοτικών | των | πιστοδοτικών | των | πιστοδοτικών |
| αιτιατική | τους | πιστοδοτικούς | τις | πιστοδοτικές | τα | πιστοδοτικά |
| κλητική | πιστοδοτικοί | πιστοδοτικές | πιστοδοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πιστοδοτικός < πιστοδότης + -ικός
Επίθετο
πιστοδοτικός
- (οικονομία) που έχει σχέση με πιστοδότη ή πιστοδότηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ↪πιστοδοτικό όριο
Αντώνυμα
Συνώνυμα
- δανειοδοτικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πιστοδότης, πίστωση, πίστη και δίνω
Μεταφράσεις
πιστοδοτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.