πιστοδότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιστοδότης οι πιστοδότες
      γενική του πιστοδότη των πιστοδοτών
    αιτιατική τον πιστοδότη τους πιστοδότες
     κλητική πιστοδότη πιστοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιστοδότης < πίστη + -ο- + -δότης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική créancier[1] [2])

Ουσιαστικό

πιστοδότης αρσενικό (θηλυκό πιστοδότρια)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πιστοδότης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πιστοδότης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.