πιστοληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πιστοληπτικός | η | πιστοληπτική | το | πιστοληπτικό |
| γενική | του | πιστοληπτικού | της | πιστοληπτικής | του | πιστοληπτικού |
| αιτιατική | τον | πιστοληπτικό | την | πιστοληπτική | το | πιστοληπτικό |
| κλητική | πιστοληπτικέ | πιστοληπτική | πιστοληπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πιστοληπτικοί | οι | πιστοληπτικές | τα | πιστοληπτικά |
| γενική | των | πιστοληπτικών | των | πιστοληπτικών | των | πιστοληπτικών |
| αιτιατική | τους | πιστοληπτικούς | τις | πιστοληπτικές | τα | πιστοληπτικά |
| κλητική | πιστοληπτικοί | πιστοληπτικές | πιστοληπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πιστοληπτικός < πιστολήπτης + -ικός
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πιστοληπτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.