πιπερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πιπερίζω < ελληνιστική κοινή πεπερίζω[1] [2] < αρχαία ελληνική πέπερι
Ρήμα
πιπερίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πιπερίζω | πιπέριζα | θα πιπερίζω | να πιπερίζω | πιπερίζοντας | |
| β' ενικ. | πιπερίζεις | πιπέριζες | θα πιπερίζεις | να πιπερίζεις | πιπέριζε | |
| γ' ενικ. | πιπερίζει | πιπέριζε | θα πιπερίζει | να πιπερίζει | ||
| α' πληθ. | πιπερίζουμε | πιπερίζαμε | θα πιπερίζουμε | να πιπερίζουμε | ||
| β' πληθ. | πιπερίζετε | πιπερίζατε | θα πιπερίζετε | να πιπερίζετε | πιπερίζετε | |
| γ' πληθ. | πιπερίζουν(ε) | πιπέριζαν πιπερίζαν(ε) |
θα πιπερίζουν(ε) | να πιπερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πιπέρισα | θα πιπερίσω | να πιπερίσω | πιπερίσει | ||
| β' ενικ. | πιπέρισες | θα πιπερίσεις | να πιπερίσεις | πιπέρισε | ||
| γ' ενικ. | πιπέρισε | θα πιπερίσει | να πιπερίσει | |||
| α' πληθ. | πιπερίσαμε | θα πιπερίσουμε | να πιπερίσουμε | |||
| β' πληθ. | πιπερίσατε | θα πιπερίσετε | να πιπερίσετε | πιπερίστε | ||
| γ' πληθ. | πιπέρισαν πιπερίσαν(ε) |
θα πιπερίσουν(ε) | να πιπερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πιπερίσει | είχα πιπερίσει | θα έχω πιπερίσει | να έχω πιπερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πιπερίσει | είχες πιπερίσει | θα έχεις πιπερίσει | να έχεις πιπερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πιπερίσει | είχε πιπερίσει | θα έχει πιπερίσει | να έχει πιπερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πιπερίσει | είχαμε πιπερίσει | θα έχουμε πιπερίσει | να έχουμε πιπερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πιπερίσει | είχατε πιπερίσει | θα έχετε πιπερίσει | να έχετε πιπερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πιπερίσει | είχαν πιπερίσει | θα έχουν πιπερίσει | να έχουν πιπερίσει |
| |
Μεταφράσεις
πιπερίζω
|
|
- πιπερίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πεπερίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.