πικροκαρδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- πικρόκαρδος
- → δείτε τις λέξεις πικρός και καρδιά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πικροκαρδίζω | πικροκάρδιζα | θα πικροκαρδίζω | να πικροκαρδίζω | πικροκαρδίζοντας | |
| β' ενικ. | πικροκαρδίζεις | πικροκάρδιζες | θα πικροκαρδίζεις | να πικροκαρδίζεις | πικροκάρδιζε | |
| γ' ενικ. | πικροκαρδίζει | πικροκάρδιζε | θα πικροκαρδίζει | να πικροκαρδίζει | ||
| α' πληθ. | πικροκαρδίζουμε | πικροκαρδίζαμε | θα πικροκαρδίζουμε | να πικροκαρδίζουμε | ||
| β' πληθ. | πικροκαρδίζετε | πικροκαρδίζατε | θα πικροκαρδίζετε | να πικροκαρδίζετε | πικροκαρδίζετε | |
| γ' πληθ. | πικροκαρδίζουν(ε) | πικροκάρδιζαν πικροκαρδίζαν(ε) |
θα πικροκαρδίζουν(ε) | να πικροκαρδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πικροκάρδισα | θα πικροκαρδίσω | να πικροκαρδίσω | πικροκαρδίσει | ||
| β' ενικ. | πικροκάρδισες | θα πικροκαρδίσεις | να πικροκαρδίσεις | πικροκάρδισε | ||
| γ' ενικ. | πικροκάρδισε | θα πικροκαρδίσει | να πικροκαρδίσει | |||
| α' πληθ. | πικροκαρδίσαμε | θα πικροκαρδίσουμε | να πικροκαρδίσουμε | |||
| β' πληθ. | πικροκαρδίσατε | θα πικροκαρδίσετε | να πικροκαρδίσετε | πικροκαρδίστε | ||
| γ' πληθ. | πικροκάρδισαν πικροκαρδίσαν(ε) |
θα πικροκαρδίσουν(ε) | να πικροκαρδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πικροκαρδίσει | είχα πικροκαρδίσει | θα έχω πικροκαρδίσει | να έχω πικροκαρδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πικροκαρδίσει | είχες πικροκαρδίσει | θα έχεις πικροκαρδίσει | να έχεις πικροκαρδίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πικροκαρδίσει | είχε πικροκαρδίσει | θα έχει πικροκαρδίσει | να έχει πικροκαρδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πικροκαρδίσει | είχαμε πικροκαρδίσει | θα έχουμε πικροκαρδίσει | να έχουμε πικροκαρδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πικροκαρδίσει | είχατε πικροκαρδίσει | θα έχετε πικροκαρδίσει | να έχετε πικροκαρδίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πικροκαρδίσει | είχαν πικροκαρδίσει | θα έχουν πικροκαρδίσει | να έχουν πικροκαρδίσει |
| |
Μεταφράσεις
πικροκαρδίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.