πικραντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πικραντικός | η | πικραντική | το | πικραντικό |
| γενική | του | πικραντικού | της | πικραντικής | του | πικραντικού |
| αιτιατική | τον | πικραντικό | την | πικραντική | το | πικραντικό |
| κλητική | πικραντικέ | πικραντική | πικραντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πικραντικοί | οι | πικραντικές | τα | πικραντικά |
| γενική | των | πικραντικών | των | πικραντικών | των | πικραντικών |
| αιτιατική | τους | πικραντικούς | τις | πικραντικές | τα | πικραντικά |
| κλητική | πικραντικοί | πικραντικές | πικραντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πικραντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πικραντικῶς (επίρρημα) με (αναδρομικό σχηματισμό) κατά το επίθετο γλυκαντικός [1] < πικραίνω, πικραν- + -τικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.kɾan.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐κρα‐ντι‐κός
Επίθετο
πικραντικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
που δίνει πικρή γεύση
|
|
που προκαλεί πικρία
|
|
Αναφορές
- πικραντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 1516.
- απόσπασμα@books.google - Γεωργοπαπαδάκος, Α. (1984) Το μεγάλο λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα:Μαλλιάρης Παιδεία.
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.