πικραμύγδαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πικραμύγδαλο | τα | πικραμύγδαλα |
| γενική | του | πικραμύγδαλου | των | πικραμύγδαλων |
| αιτιατική | το | πικραμύγδαλο | τα | πικραμύγδαλα |
| κλητική | πικραμύγδαλο | πικραμύγδαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πικραμύγδαλο < μεσαιωνική ελληνική πικραμύγδαλον[1] [2] < αρχαία ελληνική πικρός + ἀμύγδαλον / ἀμυγδάλη
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.kraˈmi.ɣða.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐κρα‐μύ‐γδα‐λο
Συγγενικά
- πικραμυγδαλιά
- πικραμυγδαλόλαδο
- → δείτε τις λέξεις πικρός και αμύγδαλο
Μεταφράσεις
- πικραμύγδαλον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- πικραμύγδαλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.