αμαρέτο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
αμαρέτο ουδέτερο άκλιτο[1]
- (τεχνολογία τροφίμων) γλυκόπικρο λικέρ ιταλικής προέλευσης, που παράγεται από κουκούτσια βερίκοκου ή άλλα πυρηνόκαρπα φρούτα και με άρωμα πικραμύγδαλου
Μεταφράσεις
αμαρέτο
- αμαρέτο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.