ἀμυγδάλη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀμυγδᾰλα-
ονομαστική ἀμυγδάλη αἱ ἀμυγδάλαι
      γενική τῆς ἀμυγδάλης τῶν ἀμυγδαλῶν
      δοτική τῇ ἀμυγδάλ ταῖς ἀμυγδάλαις
    αιτιατική τὴν ἀμυγδάλην τὰς ἀμυγδάλᾱς
     κλητική ! ἀμυγδάλη ἀμυγδάλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμυγδάλ
γεν-δοτ τοῖν  ἀμυγδάλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀμυγδάλη < προέλευσης από την προελληνική

Ουσιαστικό

ἀμυγδάλη θηλυκό (ἀμυγδᾰ́λη)

  1. αμύγδαλο
  2. κουκούτσι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.