σουμάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουμάδα οι σουμάδες
      γενική της σουμάδας των σουμάδων
    αιτιατική τη σουμάδα τις σουμάδες
     κλητική σουμάδα σουμάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουμάδα < πιθανόν σούμα + -άδα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /suˈma.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουμάδα

Ουσιαστικό

σουμάδα θηλυκό

η γιαγιά μας κέρασε σουμάδα σε χαμηλά ποτήρια

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.