πιγούνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιγούνι τα πιγούνια
      γενική του πιγουνιού των πιγουνιών
    αιτιατική το πιγούνι τα πιγούνια
     κλητική πιγούνι πιγούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιγούνι < μεσαιωνική ελληνική πιγούνιν < *πουγούνιν < (ελληνιστική κοινή) πωγώνιον < αρχαία ελληνική πώγων

Ουσιαστικό

πιγούνι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.