αγγειοπλάστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγγειοπλάστης οι αγγειοπλάστες
      γενική του αγγειοπλάστη των αγγειοπλαστών
    αιτιατική τον αγγειοπλάστη τους αγγειοπλάστες
     κλητική αγγειοπλάστη αγγειοπλάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγειοπλάστης < αγγειο- + -πλάστης κατά την ελληνιστική χαλκοπλάστης [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.oˈpla.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγειοπλάστης

Ουσιαστικό

Αγγειοπλάστης στην Ινδία

αγγειοπλάστης αρσενικό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αγγείο και πλάθω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.