πηγαδάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πηγαδάς οι πηγαδάδες
      γενική του πηγαδά των πηγαδάδων
    αιτιατική τον πηγαδά τους πηγαδάδες
     κλητική πηγαδά πηγαδάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηγαδάς < πηγάδι

Ουσιαστικό

πηγαδάς αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.