πηγαδάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηγαδάκι τα πηγαδάκια
      γενική
    αιτιατική το πηγαδάκι τα πηγαδάκια
     κλητική πηγαδάκι πηγαδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηγαδάκι < υποκοριστικό του πηγάδι

Ουσιαστικό

πηγαδάκι ουδέτερο

  1. μικρό πηγάδι
  2. (μεταφορικά) σύνολο, συγκεντρωμένων σε κύκλο, όρθιων ατόμων που κουβεντιάζουν (συνήθως αναφερόμενοι σε κάποιο πρόσφατο γεγονός)
    αμέσως μετά οι παρευρισκόμενοι χωρίστηκαν σε πηγαδάκια και άρχισαν να σχολιάζουν την πρόταση


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.