πεσιμισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πεσιμισμός | οι | πεσιμισμοί |
| γενική | του | πεσιμισμού | των | πεσιμισμών |
| αιτιατική | τον | πεσιμισμό | τους | πεσιμισμούς |
| κλητική | πεσιμισμέ | πεσιμισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεσιμισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική pessimisme < λατινική pessimus, υπερθετικός βαθμός του malus (κακός) + -ισμός
Ουσιαστικό
πεσιμισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η απαισιόδοξη αντίληψη ότι στον κόσμο επικρατεί (ή θα επικρατήσει) το κακό αντί του καλού
- απαισιοδοξία
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πεσιμιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.