πεσιμισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεσιμισμός οι πεσιμισμοί
      γενική του πεσιμισμού των πεσιμισμών
    αιτιατική τον πεσιμισμό τους πεσιμισμούς
     κλητική πεσιμισμέ πεσιμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεσιμισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική pessimisme < λατινική pessimus, υπερθετικός βαθμός του malus (κακός) + -ισμός

Ουσιαστικό

πεσιμισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) η απαισιόδοξη αντίληψη ότι στον κόσμο επικρατεί (ή θα επικρατήσει) το κακό αντί του καλού
  2. απαισιοδοξία

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.