περσίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περσίδα | οι | περσίδες |
| γενική | της | περσίδας | των | περσίδων |
| αιτιατική | την | περσίδα | τις | περσίδες |
| κλητική | περσίδα | περσίδες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περσίδα < Περσίδα < αρχαία ελληνική Περσίς (Περσίδα) ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) persienne, θηλυκό του Perse/Πέρσης, επειδή πιστεύονταν πως από την Περσία ήρθαν αυτού του είδους τα παντζούρια)

Παράθυρο με κλειστές περσίδες.
Μεταφράσεις
περσίδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.