παντζούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παντζούρι τα παντζούρια
      γενική του παντζουριού των παντζουριών
    αιτιατική το παντζούρι τα παντζούρια
     κλητική παντζούρι παντζούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γαλάζια παντζούρια.

Ετυμολογία

παντζούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική panjur / pancur + < περσική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /panˈd͡zu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παντζούρι

Ουσιαστικό

παντζούρι ουδέτερο

  • το ξύλινο ή πλαστικό κάλυμμα για παράθυρο, το οποίο συνήθως τοποθετείται εξωτερικά και χρησιμεύει για να εμποδίζει το φως, για την προστασία από αδιάκριτα βλέμματα και για λόγους ασφαλείας
    το μεσημέρι κουφώναμε τα παντζούρια και πέφταμε για ύπνο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • παντζουρόβεργα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.