περιφρούρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιφρούρηση οι περιφρουρήσεις
      γενική της περιφρούρησης* των περιφρουρήσεων
    αιτιατική την περιφρούρηση τις περιφρουρήσεις
     κλητική περιφρούρηση περιφρουρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιφρουρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιφρούρηση < καθαρεύουσα περιφρούρησις < αρχαία ελληνική περιφρουρέω / περιφρουρῶ

Ουσιαστικό

περιφρούρηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.