περιφρουρήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
περιφρουρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιφρουρώ
- θα περιφρουρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιφρουρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
περιφρουρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιφρούρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.