περιφρουρήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

περιφρουρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιφρουρώ
  2. θα περιφρουρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιφρουρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

περιφρουρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιφρούρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.