νομιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νομιμότητα | οι | νομιμότητες |
| γενική | της | νομιμότητας | των | νομιμοτήτων |
| αιτιατική | τη | νομιμότητα | τις | νομιμότητες |
| κλητική | νομιμότητα | νομιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νομιμότητα < ελληνιστική κοινή νομιμότης ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική légalité[1])
Ουσιαστικό
νομιμότητα θηλυκό
Πολυλεκτικοί όροι
- αρχή της νομιμότητας: (νομικός όρος)
Μεταφράσεις
νομιμότητα
- νομιμότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.