περιτόναιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περιτόναιο | τα | περιτόναια |
| γενική | του | περιτοναίου & περιτόναιου |
των | περιτοναίων |
| αιτιατική | το | περιτόναιο | τα | περιτόναια |
| κλητική | περιτόναιο | περιτόναια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιτόναιο < αρχαία ελληνική περιτόναιον, ουδέτερο του περιτόναιος
Ουσιαστικό
περιτόναιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
μεμβράνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.