περιτονίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιτονίτιδα | οι | περιτονίτιδες |
| γενική | της | περιτονίτιδας | των | περιτονιτίδων & περιτονίτιδων |
| αιτιατική | την | περιτονίτιδα | τις | περιτονίτιδες |
| κλητική | περιτονίτιδα | περιτονίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιτονίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική peritonitis < αρχαία ελληνική περιτόναιον
Μεταφράσεις
περιτονίτιδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.