περιτονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιτονία οι περιτονίες
      γενική της περιτονίας των περιτονιών
    αιτιατική την περιτονία τις περιτονίες
     κλητική περιτονία περιτονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιτονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική péritonie < αρχαία ελληνική περιτόναιον

Ουσιαστικό

περιτονία θηλυκό

  • (ανατομία) μεμβράνη συνδετικού ιστού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.