περιθωριοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιθωριοποιημένος | η | περιθωριοποιημένη | το | περιθωριοποιημένο |
| γενική | του | περιθωριοποιημένου | της | περιθωριοποιημένης | του | περιθωριοποιημένου |
| αιτιατική | τον | περιθωριοποιημένο | την | περιθωριοποιημένη | το | περιθωριοποιημένο |
| κλητική | περιθωριοποιημένε | περιθωριοποιημένη | περιθωριοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιθωριοποιημένοι | οι | περιθωριοποιημένες | τα | περιθωριοποιημένα |
| γενική | των | περιθωριοποιημένων | των | περιθωριοποιημένων | των | περιθωριοποιημένων |
| αιτιατική | τους | περιθωριοποιημένους | τις | περιθωριοποιημένες | τα | περιθωριοποιημένα |
| κλητική | περιθωριοποιημένοι | περιθωριοποιημένες | περιθωριοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιθωριοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου περιθωριοποιώ
Μετοχή
περιθωριοποιημένος -η -ο
- που ζει στο περιθώριο, συνήθως επειδή εκεί έχει εξωθηθεί από ισχυρότερες δυνάμεις (κοινωνικές, εργασιακές κ.λπ.), απομονωμένος, μακριά από τα κέντρα των αποφάσεων
Μεταφράσεις
περιθωριοποιημένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.