περιθωριοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιθωριοποιώ < περιθώριο + -ο- + -ποιώ

Ρήμα

περιθωριοποιώ (παθητική φωνή: περιθωριοποιούμαι, παθητική μετοχή: περιθωριοποιημένος)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.