περιθωριοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
περιθωριοποιώ (παθητική φωνή: περιθωριοποιούμαι, παθητική μετοχή: περιθωριοποιημένος)
- απομακρύνω κάποιον από την κοινωνική ζωή ή κάποια κοινωνική ομάδα, τον βάζω στο περιθώριο
Συγγενικά
- περιθωριοποιημένος
- περιθωριοποίηση
- → δείτε τις λέξεις περιθώριο και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιθωριοποιώ | περιθωριοποιούσα | θα περιθωριοποιώ | να περιθωριοποιώ | περιθωριοποιώντας | |
| β' ενικ. | περιθωριοποιείς | περιθωριοποιούσες | θα περιθωριοποιείς | να περιθωριοποιείς | (περιθωριοποίει) | |
| γ' ενικ. | περιθωριοποιεί | περιθωριοποιούσε | θα περιθωριοποιεί | να περιθωριοποιεί | ||
| α' πληθ. | περιθωριοποιούμε | περιθωριοποιούσαμε | θα περιθωριοποιούμε | να περιθωριοποιούμε | ||
| β' πληθ. | περιθωριοποιείτε | περιθωριοποιούσατε | θα περιθωριοποιείτε | να περιθωριοποιείτε | περιθωριοποιείτε | |
| γ' πληθ. | περιθωριοποιούν(ε) | περιθωριοποιούσαν(ε) | θα περιθωριοποιούν(ε) | να περιθωριοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιθωριοποίησα | θα περιθωριοποιήσω | να περιθωριοποιήσω | περιθωριοποιήσει | ||
| β' ενικ. | περιθωριοποίησες | θα περιθωριοποιήσεις | να περιθωριοποιήσεις | περιθωριοποίησε | ||
| γ' ενικ. | περιθωριοποίησε | θα περιθωριοποιήσει | να περιθωριοποιήσει | |||
| α' πληθ. | περιθωριοποιήσαμε | θα περιθωριοποιήσουμε | να περιθωριοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | περιθωριοποιήσατε | θα περιθωριοποιήσετε | να περιθωριοποιήσετε | περιθωριοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | περιθωριοποίησαν περιθωριοποιήσαν(ε) |
θα περιθωριοποιήσουν(ε) | να περιθωριοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιθωριοποιήσει | είχα περιθωριοποιήσει | θα έχω περιθωριοποιήσει | να έχω περιθωριοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις περιθωριοποιήσει | είχες περιθωριοποιήσει | θα έχεις περιθωριοποιήσει | να έχεις περιθωριοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει περιθωριοποιήσει | είχε περιθωριοποιήσει | θα έχει περιθωριοποιήσει | να έχει περιθωριοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιθωριοποιήσει | είχαμε περιθωριοποιήσει | θα έχουμε περιθωριοποιήσει | να έχουμε περιθωριοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε περιθωριοποιήσει | είχατε περιθωριοποιήσει | θα έχετε περιθωριοποιήσει | να έχετε περιθωριοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιθωριοποιήσει | είχαν περιθωριοποιήσει | θα έχουν περιθωριοποιήσει | να έχουν περιθωριοποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
περιθωριοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.