περιζώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιζώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιζώννυμι[1] [2] < περί + ζώννυμι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.riˈzo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ζώ‐νω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιζώνω | περίζωνα | θα περιζώνω | να περιζώνω | περιζώνοντας | |
| β' ενικ. | περιζώνεις | περίζωνες | θα περιζώνεις | να περιζώνεις | περίζωνε | |
| γ' ενικ. | περιζώνει | περίζωνε | θα περιζώνει | να περιζώνει | ||
| α' πληθ. | περιζώνουμε | περιζώναμε | θα περιζώνουμε | να περιζώνουμε | ||
| β' πληθ. | περιζώνετε | περιζώνατε | θα περιζώνετε | να περιζώνετε | περιζώνετε | |
| γ' πληθ. | περιζώνουν(ε) | περίζωναν περιζώναν(ε) |
θα περιζώνουν(ε) | να περιζώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περίζωσα | θα περιζώσω | να περιζώσω | περιζώσει | ||
| β' ενικ. | περίζωσες | θα περιζώσεις | να περιζώσεις | περίζωσε | ||
| γ' ενικ. | περίζωσε | θα περιζώσει | να περιζώσει | |||
| α' πληθ. | περιζώσαμε | θα περιζώσουμε | να περιζώσουμε | |||
| β' πληθ. | περιζώσατε | θα περιζώσετε | να περιζώσετε | περιζώστε | ||
| γ' πληθ. | περίζωσαν περιζώσαν(ε) |
θα περιζώσουν(ε) | να περιζώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιζώσει | είχα περιζώσει | θα έχω περιζώσει | να έχω περιζώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις περιζώσει | είχες περιζώσει | θα έχεις περιζώσει | να έχεις περιζώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει περιζώσει | είχε περιζώσει | θα έχει περιζώσει | να έχει περιζώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιζώσει | είχαμε περιζώσει | θα έχουμε περιζώσει | να έχουμε περιζώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε περιζώσει | είχατε περιζώσει | θα έχετε περιζώσει | να έχετε περιζώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιζώσει | είχαν περιζώσει | θα έχουν περιζώσει | να έχουν περιζώσει |
| |
Αναφορές
- περιζώννυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Με μετάπλαση της κατάληξης σε -ώνω κατά το ζώννυμι σε ζώνω. περιζώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.