περιζώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιζώνομαι | περιζωνόμουν(α) | θα περιζώνομαι | να περιζώνομαι | ||
| β' ενικ. | περιζώνεσαι | περιζωνόσουν(α) | θα περιζώνεσαι | να περιζώνεσαι | (περιζώνου) | |
| γ' ενικ. | περιζώνεται | περιζωνόταν(ε) | θα περιζώνεται | να περιζώνεται | ||
| α' πληθ. | περιζωνόμαστε | περιζωνόμαστε περιζωνόμασταν |
θα περιζωνόμαστε | να περιζωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | περιζώνεστε | περιζωνόσαστε περιζωνόσασταν |
θα περιζώνεστε | να περιζώνεστε | (περιζώνεστε) | |
| γ' πληθ. | περιζώνονται | περιζώνονταν περιζωνόντουσαν |
θα περιζώνονται | να περιζώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιζώθηκα | θα περιζωθώ | να περιζωθώ | περιζωθεί | ||
| β' ενικ. | περιζώθηκες | θα περιζωθείς | να περιζωθείς | περιζώσου | ||
| γ' ενικ. | περιζώθηκε | θα περιζωθεί | να περιζωθεί | |||
| α' πληθ. | περιζωθήκαμε | θα περιζωθούμε | να περιζωθούμε | |||
| β' πληθ. | περιζωθήκατε | θα περιζωθείτε | να περιζωθείτε | περιζωθείτε | ||
| γ' πληθ. | περιζώθηκαν περιζωθήκαν(ε) |
θα περιζωθούν(ε) | να περιζωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω περιζωθεί | είχα περιζωθεί | θα έχω περιζωθεί | να έχω περιζωθεί | περιζωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις περιζωθεί | είχες περιζωθεί | θα έχεις περιζωθεί | να έχεις περιζωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει περιζωθεί | είχε περιζωθεί | θα έχει περιζωθεί | να έχει περιζωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιζωθεί | είχαμε περιζωθεί | θα έχουμε περιζωθεί | να έχουμε περιζωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε περιζωθεί | είχατε περιζωθεί | θα έχετε περιζωθεί | να έχετε περιζωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν περιζωθεί | είχαν περιζωθεί | θα έχουν περιζωθεί | να έχουν περιζωθεί | ||
Μεταφράσεις
περιζώνομαι
|
|
Πηγές
- περιζώνομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.