καστροπεριζωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καστροπεριζωμένος | η | καστροπεριζωμένη | το | καστροπεριζωμένο |
| γενική | του | καστροπεριζωμένου | της | καστροπεριζωμένης | του | καστροπεριζωμένου |
| αιτιατική | τον | καστροπεριζωμένο | την | καστροπεριζωμένη | το | καστροπεριζωμένο |
| κλητική | καστροπεριζωμένε | καστροπεριζωμένη | καστροπεριζωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καστροπεριζωμένοι | οι | καστροπεριζωμένες | τα | καστροπεριζωμένα |
| γενική | των | καστροπεριζωμένων | των | καστροπεριζωμένων | των | καστροπεριζωμένων |
| αιτιατική | τους | καστροπεριζωμένους | τις | καστροπεριζωμένες | τα | καστροπεριζωμένα |
| κλητική | καστροπεριζωμένοι | καστροπεριζωμένες | καστροπεριζωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καστροπεριζωμένος < κάστρο + -ο- + περιζωμένος
Επίθετο
καστροπεριζωμένος
- (λογοτεχνικό) που έχει τριγύρω πολλά κάστρα
- ※ Του Βοσπόρου του Θρακικού το μέγα το Παλάτι / κόσμος αφέντης χαοτικός, καστροπεριζωμένος. (Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά, Λόγος εντέκατος)
Μεταφράσεις
καστροπεριζωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.