καστροπεριζωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καστροπεριζωμένος η καστροπεριζωμένη το καστροπεριζωμένο
      γενική του καστροπεριζωμένου της καστροπεριζωμένης του καστροπεριζωμένου
    αιτιατική τον καστροπεριζωμένο την καστροπεριζωμένη το καστροπεριζωμένο
     κλητική καστροπεριζωμένε καστροπεριζωμένη καστροπεριζωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καστροπεριζωμένοι οι καστροπεριζωμένες τα καστροπεριζωμένα
      γενική των καστροπεριζωμένων των καστροπεριζωμένων των καστροπεριζωμένων
    αιτιατική τους καστροπεριζωμένους τις καστροπεριζωμένες τα καστροπεριζωμένα
     κλητική καστροπεριζωμένοι καστροπεριζωμένες καστροπεριζωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καστροπεριζωμένος < κάστρο + -ο- + περιζωμένος

Επίθετο

καστροπεριζωμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.