απερίζωστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απερίζωστος | η | απερίζωστη | το | απερίζωστο |
| γενική | του | απερίζωστου | της | απερίζωστης | του | απερίζωστου |
| αιτιατική | τον | απερίζωστο | την | απερίζωστη | το | απερίζωστο |
| κλητική | απερίζωστε | απερίζωστη | απερίζωστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απερίζωστοι | οι | απερίζωστες | τα | απερίζωστα |
| γενική | των | απερίζωστων | των | απερίζωστων | των | απερίζωστων |
| αιτιατική | τους | απερίζωστους | τις | απερίζωστες | τα | απερίζωστα |
| κλητική | απερίζωστοι | απερίζωστες | απερίζωστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απερίζωστος < α- + περίζωστος
Επίθετο
απερίζωστος
- (λόγιο, σπάνιο, κυριολεκτικά, μεταφορικά) που δεν τον έχουν περιζώσει
- ※ Στην εικόνα του κατακερματισμού του προσώπου προβάλλεται τελικώς η «μη-απεικονιστική» εικόνα του κόσμου που όλο και περισσότερο μένει άσκεπτος, απερίζωστος. (www.ant1live.com, 19.12.2022)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
απερίζωστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.