περατωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περατωμένος η περατωμένη το περατωμένο
      γενική του περατωμένου της περατωμένης του περατωμένου
    αιτιατική τον περατωμένο την περατωμένη το περατωμένο
     κλητική περατωμένε περατωμένη περατωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περατωμένοι οι περατωμένες τα περατωμένα
      γενική των περατωμένων των περατωμένων των περατωμένων
    αιτιατική τους περατωμένους τις περατωμένες τα περατωμένα
     κλητική περατωμένοι περατωμένες περατωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περατώνω

Μετοχή

περατωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.