περίπολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περίπολος | οι | περίπολοι |
| γενική | της | περιπόλου | των | περιπόλων |
| αιτιατική | την | περίπολο | τις | περιπόλους |
| κλητική | περίπολε | περίπολοι | ||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περίπολος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίπολος < περί- + πόλος < πέλω, πέλομαι [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈɾi.po.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐πο‐λος
Συγγενικά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | περίπολος | τὸ | περίπολον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | περιπόλου | τοῦ | περιπόλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | περιπόλῳ | τῷ | περιπόλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | περίπολον | τὸ | περίπολον | ||
| κλητική ὦ! | περίπολε | περίπολον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | περίπολοι | τὰ | περίπολᾰ | ||
| γενική | τῶν | περιπόλων | τῶν | περιπόλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | περιπόλοις | τοῖς | περιπόλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | περιπόλους | τὰ | περίπολᾰ | ||
| κλητική ὦ! | περίπολοι | περίπολᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιπόλω | τὼ | περιπόλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | περιπόλοιν | τοῖν | περιπόλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
περίπολος, -ος, -ον
→ ζητούμενο λήμμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- περίπολος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περίπολος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.