περιπολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιπολικός | η | περιπολική | το | περιπολικό |
| γενική | του | περιπολικού | της | περιπολικής | του | περιπολικού |
| αιτιατική | τον | περιπολικό | την | περιπολική | το | περιπολικό |
| κλητική | περιπολικέ | περιπολική | περιπολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιπολικοί | οι | περιπολικές | τα | περιπολικά |
| γενική | των | περιπολικών | των | περιπολικών | των | περιπολικών |
| αιτιατική | τους | περιπολικούς | τις | περιπολικές | τα | περιπολικά |
| κλητική | περιπολικοί | περιπολικές | περιπολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.po.liˈkos/
Επίθετο
περιπολικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την περίπολο ή την περιπολία, ανήκει σ’ αυτά ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) περιπολικό
Μεταφράσεις
περιπολικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.