tomate
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
tomate
<
(
άμεσο δάνειο
)
ισπανική
tomate
<
κλασική νάουατλ
tomatl
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
tomate
(fr)
)
(
λαχανικό
)
ντομάτα
η
ντοματιά
(το αντίστοιχο
φυτό
)
Ισπανικά
(es)
ενικός
πληθυντικός
tomate
tomates
Ουσιαστικό
tomate
(es)
(
λαχανικό
)
ντομάτα
Κουρδικά
(ku)
Ουσιαστικό
tomate
(ku)
ντομάτα
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
tomate
(pt)
(
λαχανικό
)
η
ντομάτα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.