μπελτές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπελτές | οι | μπελτέδες |
| γενική | του | μπελτέ | των | μπελτέδων |
| αιτιατική | τον | μπελτέ | τους | μπελτέδες |
| κλητική | μπελτέ | μπελτέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μπελτές
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.