μπελτές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπελτές οι μπελτέδες
      γενική του μπελτέ των μπελτέδων
    αιτιατική τον μπελτέ τους μπελτέδες
     κλητική μπελτέ μπελτέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπελτές < πελτές < τουρκική pelte

Ουσιαστικό

μπελτές αρσενικό

  • (γαστρονομία) άλλη μορφή του πελτές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.