πειρατικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πειρατικό τα πειρατικά
      γενική του πειρατικού των πειρατικών
    αιτιατική το πειρατικό τα πειρατικά
     κλητική πειρατικό πειρατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πειρατικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πειρατικός (εννοείται η λέξη πλοίο, σκάφος ή όχημα)

Ουσιαστικό

πειρατικό ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος, νομικός όρος) πλοίο ή άλλο πλωτό μέσο που χρησιμοποιείται σε πειρατεία
  2. (ναυτικός όρος, κατά τη γαλλική νομοθεσία) πλοίο ή σκάφος που δεν φέρει εθνική σημαία, ανεξάρτητα αν προβαίνει ή όχι σε πειρατεία
  3. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) όχημα που χρησιμοποιείται για πειρατικούς σκοπούς

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πειρατικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.