πειρατεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πειρατεία | οι | πειρατείες |
| γενική | της | πειρατείας | των | πειρατειών |
| αιτιατική | την | πειρατεία | τις | πειρατείες |
| κλητική | πειρατεία | πειρατείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πειρατεία < πειρατεύω
Ουσιαστικό
πειρατεία θηλυκό
- η πράξη της κλοπής όταν συμβαίνει στη θάλασσα
- η αντιγραφή και διανομή μέσω του διαδικτύου ή με φυσικά μέσα αρχείων και προγραμμάτων, χωρίς άδεια, συνήθως σε μηδενική ή υπερβολικά χαμηλή τιμή
- Η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική βιομηχανία, είπε ο Τάκης και αντέγραψε το CD
- η χρησιμοποίηση ή αναπαραγωγή της εργασίας κάποιου ατόμου χωρίς την έγκρισή του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.