ανεξάρτητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανεξάρτητα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

ανεξάρτητα

  1. αυτόνομα χωρίς να εξαρτάται από κάτι άλλο, δίχως να συνδέεται με κάτι άλλο
    Θα χορηγηθεί επίδομα ανεργίας σε όλους ανεξαιρέτως τους ανέργους, ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, την ιθαγένεια ή το θρήσκευμά τους

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανεξάρτητα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.