ανεξάρτητα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανεξάρτητα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
ανεξάρτητα
- αυτόνομα χωρίς να εξαρτάται από κάτι άλλο, δίχως να συνδέεται με κάτι άλλο
- Θα χορηγηθεί επίδομα ανεργίας σε όλους ανεξαιρέτως τους ανέργους, ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, την ιθαγένεια ή το θρήσκευμά τους
Μεταφράσεις
ανεξάρτητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.