πειραγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πειραγμένος | η | πειραγμένη | το | πειραγμένο |
| γενική | του | πειραγμένου | της | πειραγμένης | του | πειραγμένου |
| αιτιατική | τον | πειραγμένο | την | πειραγμένη | το | πειραγμένο |
| κλητική | πειραγμένε | πειραγμένη | πειραγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πειραγμένοι | οι | πειραγμένες | τα | πειραγμένα |
| γενική | των | πειραγμένων | των | πειραγμένων | των | πειραγμένων |
| αιτιατική | τους | πειραγμένους | τις | πειραγμένες | τα | πειραγμένα |
| κλητική | πειραγμένοι | πειραγμένες | πειραγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πειραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πειράζω
Μεταφράσεις
πειραγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.