πείραγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πείραγμα τα πειράγματα
      γενική του πειράγματος των πειραγμάτων
    αιτιατική το πείραγμα τα πειράγματα
     κλητική πείραγμα πειράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πείραγμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πείραγμα ουδέτερο

  1. αστείο, χωρατό, καλοπροαίρετη κοροϊδία, δούλεμα
  2. καρφί, σπόντα, μπηχτή, φιτιλιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.