περιπαίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιπαίζω < μεσαιωνική ελληνική περιπαίζω[1] ή περι- + παίζω[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈpe.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιπαίζω

Ρήμα

περιπαίζω

  1. λέω σε κάποιον πράγματα αστεία, τα οποία όμως τον ενοχλούν, με ευχάριστη συνήθως διάθεση και με σκοπό να διασκεδάσω με τις αντιδράσεις του
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) εξαπατώ κάποιον λέγοντας πράγματα που δεν στέκουν ή δεν έχουν σχέση με το θέμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. περιπαίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. περιπαίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.